Η απροσδόκητη παρέμβαση του Θάνου Μικρούτσικου

Η απροσδόκητη παρέμβαση του Θάνου Μικρούτσικου


Ως μεγάλος αρτίστας ο Θάνος Μικρούτσικος έφυγε στο τέλος της χρονιάς σαν η ζωή του να ήταν μια μεγάλη συναυλία, που έπρεπε αυστηρά να ολοκληρωθεί το 2019 με αυτόν να αποχωρεί τελευταίος από τη σκηνή για το χειροκρότημα. Ας του το δώσουμε από την καρδιά μας: υπήρξε μια εμβληματική προσωπικότητα στο χώρο της ελληνικής μουσικής. Διάβασα κάπου πως μετά από δυο χρόνια μάχης, μια επέμβαση στο Λονδίνο και ασταμάτητες θεραπείες, τον νίκησε ο καρκίνος: λάθος. Ο καρκίνος θα τον νικούσε αν μπορούσε να σβήσει ή έστω να μικρύνει το τεράστιο έργο του, με το οποίο εξασφάλισε καταξίωση, σεβασμό και εν τέλει αθανασία – τίποτα τέτοιο η αρρώστια δεν κατάφερε. Θα λεγα μάλιστα ότι η μάχη του με την επάρατη νόσο δυνάμωσε τα δυο τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον του μεγάλου κοινού του για τον ίδιο: ο Θάνος Μικρούτσικος έφυγε αρκετά γρήγορα γνωρίζοντας ωστόσο μέχρι την τελευταία μέρα του ενδιαφέρον και αγάπη από ένα ολόκληρο κόσμο, που γεμίζοντας τα γήπεδα και τα θέατρα στα οποία εμφανιζόταν ήθελε να του δείξει ότι θα είναι δίπλα του για όσο χρειαστεί. Νομίζω ότι αυτή η συμπόρευση του συνθέτη με το κοινό του στο τέλος είχε κάτι το απόλυτα συμβολικό: ήταν σαν μικρογραφία της ίδιας της ζωής του και της δημιουργίας του. Ο Μικρούτσικος δεν είχε ούτε φανατικούς, ούτε ορκισμένους πιστούς, ούτε μονομανείς με τη δουλειά του. Είχε κάτι σημαντικότερο ίσως: συμπαραστάτες που τον ξεχώριζαν.

Στο Σταυρό του Νότου

Σαράντα χρόνια πριν ο Θάνος Μικρούτσικος έγραψε το «Σταυρό του Νότου» μελοποιώντας ποιήματα του μάλλον ξεχασμένου τότε σπουδαίου ποιητή Νίκου Καββαδία. Ο ίδιος έχει πει ότι στράφηκε σε αυτόν γιατί του είχε ζητηθεί να γράψει μουσική για ένα σήριαλ της εποχής, με ήρωες ναυτικούς: το έλεγαν «Πορεία μηδέν ενενήντα». Ο Μικρούτσικος είχε διαβάσει ποιήματα του Καββαδία μικρός και τον είχε εντυπωσιάσει η μυστήρια γλώσσα τους – αγαπούσε κυρίως το Μαραμπού. Η οικογένεια του δεν είχε καμία σχέση με ναυτικές παραδόσεις – ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος στην Πάτρα πριν ο μαθηματικός πατέρας του μετακομίσει στην Αθήνα και στην Κυψέλη.

Η έμπνευση συνήθως είναι μια εσωτερική διαδικασία, ανεξερεύνητη και ακατανόητη. Ο Μικρούτσικος, αριστερός από κούνια, πιανίστας καταπληκτικός και πολιτικά ανήσυχος, πριν γράψει τον «Σταυρό του Νότου» είχε καταπιαστεί με ένα άλλο ποιητή που δεν περίμενες ότι θα είναι του γούστου του, δηλαδή τον Καρυωτάκη. Τι τον έσπρωξε αρχικά σε αυτούς (κι όχι στους πολιτικούς ποιητές της μεγάλης ήττας) παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο, όπως όμως και να έχει το πράγμα η ενασχόλησή του μαζί τους υπήρξε μια ευλογημένη στιγμή. Στο «Σταυρό του Νότου», ένα δίσκο σαράντα χρονών που παραμένει φρέσκος και μοντέρνος, συναντάς όλο το Μικρούτσικο που προηγήθηκε και όλο το Μικρούτσικο που ακολούθησε: ακούς τη φροντίδα της ενορχήστρωσης, την καθοδήγηση των φωνών (ειδικά αυτή του Γιάννη Κούτρα παραμένει ανατριχιαστική), τον λυρισμό και την έκρηξη, την αφοπλιστική χρήση μιας μουσικής που σχεδόν τρυπάει ένα στίχο που δεν είναι ούτε απλός, ούτε εύκολος για να μεταβάλει σε λαϊκό άκουσμα κάτι εξ ορισμού δύσκολο. Υπάρχουν συνθέτες που όταν ασχολήθηκαν με ποιήματα βρήκαν την κρυφή τους μελωδία και την ανέδειξαν. Και υπάρχει κι ο Μικρούτσικος που στο «Σταυρό του Νότου» κάνει την απόλυτη τομή ντύνοντας με το στίχο τη δική του μουσική – σαν ο Καββαδίας να έχει γράψει τους στίχους του πάνω στις παρτιτούρες και τις μελωδίες του. Στον καταπληκτικό αυτό δίσκο τα λόγια συνοδεύουν τη μουσική, ακόμα κι αν αυτή είναι ο ήχος ενός φλάουτου. Αδύνατον να πεις το στοίχο «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία» χωρίς να ακούς μέσα σου αυτό το μουσικό θρόισμα που τον χαϊδεύει. Αδύνατο να τραγουδήσεις για τον «Γουίλι τον μαύρο θερμαστή» χωρίς να χτίσεις στο μυαλό σου τις νότες της εισαγωγής του. Αυτή η δουλειά καθόρισε για πάντα τον Μικρούτσικο: υπήρξε ο μπούσουλας μιας καριέρας τεράστιας στην οποία ο σκοπός ήταν πάντα η σύνθεση με την έννοια της απροσδόκητης παρέμβασης. Τίποτα απλό, τίποτα δεδομένο.

Το μόνο δικαίωμα

Ο Μικρούτσικος δεν έγραφε στίχους, αναδείκνυε στίχους. Επίσης αναδείκνυε φωνές και τραγουδιστές: σχεδόν δενόταν μαζί τους σαν να εκχωρούσε μόνο στους δικούς του το δικαίωμα να πατήσουν στις νότες τους. Αντίθετα από το Μίκη Θεοδωράκη, που είναι μουσικά ένας οδοστρωτήρας, ένας εισβολέας που δεν σταματά σαρώνοντας τα πάντα με τον όγκο του, κι αντίθετα από τον Χατζηδάκι που παραμένει ο λαμπερότερος εξερευνητής της ελληνικής μουσικής καλώντας το κοινό του να του παραδοθεί άνευ όρων, ο Μικρούτσικος ήταν ένας ταξιδιάρης. Η μουσική του είχε προορισμό – πίσω από χορταστικές ενορχηστρώσεις, βαριά και πολλή δουλειά, δωρική σχεδόν πειθαρχία των τραγουδιστών κι επιλογή στίχων σύνθετων (είτε του Τριπολίτη, είτε του Αλκαίου, είτε του Χικμέτ) υπήρχε πάντα ένας συνθέτης, ταξιδευτής και ταξιδιάρης, που προσδοκούσε την αναγνώριση και το χειροκρότημα, δηλαδή την συμπαράσταση, που ως τυχερός άνθρωπος γνώρισε ακόμα και στο μοναχικό του φινάλε. Όχι τυχαία ο αυστηρός αυτός δημιουργός προχωρούσε στις συναυλίες και στις εμφανίσεις του κάθε φορά σε μια πράξη εξομολόγησης τραγουδώντας συγκλονιστικά και μόνος στο πιάνο του τους Νάνους του, μια ακόμα παρακαταθήκη του Καββαδία στην οποία η μουσική του χάρισε αθανασία και διαχρονικότητα. Από το «Επτά σε παίρνει αριστερά μην το ζορίζεις» μέχρι το «Μάνα θα πάω στα καράβια», ο Μικρούτσικος ηλεκτρίζοντας το πιάνο του σου έλεγε τα πάντα για αυτό που ήταν το όραμα της μουσικής του. Η μελωδία του μεταβάλλεται σε καταιγίδα, η φωνή υπάρχει μόνο για να συνοδεύει το στίχο (δεν χρειάζεται καν να είναι μελωδική και άψογη), ο στίχος γίνεται εργαλείο για να σου μείνει στο μυαλό η διαδρομή και το ταξίδι, οι νότες είναι απλά το εισιτήριο.

Αυτός και οι νάνοι του

Ο Μικρούτσικος σκάρωνε πάντα μουσικά ταξίδια και ίσως για αυτό κράτησε για λογαριασμό του το καλύτερο. Ηταν πάντως γενναιόδωρος κι αυτό μπορούν να το βεβαιώσουν πρώτοι από όλους οι τυχεροί ερμηνευτές του. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έμαθε την αξία της λιτότητας. Ο Χρήστος Θηβαίος έμαθε το πώς να είναι περισσότερο προσιτός. Η Μαρία Δημητριάδη ένοιωθες ότι γνώριζε τα τραγούδια του πριν τα γράψει. Ο Γιώργος Νταλάρας άφηνε πάντα λίγο στην άκρη την τεράστια προσωπικότητα του για να ακολουθήσει οδηγίες. Ο Γιάννης Κούτρας μπορούσε απλά να πει «Άννα μην κλαις» κι αυτό αρκούσε για να τα καταλάβεις όλα. Ο μεγάλος ταξιδιώτης Μικρούτσικος έδωσε στο Μανώλη Μητσιά «Μια πιρόγα» που την ακούς και γυρνάς τον κόσμο και στην απόλυτη στιγμή της συνθετικής του ωριμότητας πήρε από το χέρι το Δημήτρη Μητροπάνο και παρέα απογειώθηκαν. Ένα τραγούδι γραμμένο το 1976 από τον Αλκη Αλκαίο, η Ρόζα, είκοσι χρόνια αργότερα έγινε για τον συνθέτη η ευκαιρία να βρει νέους συμπαραστάτες έτοιμους να του πουν ευχαριστώ και για τον τραγουδιστή ένα διαβατήριο στο σύμπαν των τεράστιων. Γελαστοί και γελασμένοι κι εμείς μαζί τους μείναμε άναυδοι από την λαϊκότητα του έντεχνου – μόνο που ξαφνικά λαϊκός ήταν ο Μικρούτσικος και έντεχνος ο Μητροπάνος, αυτό θα πει σύνθεση και ανατροπή!                

Σε μια θάλασσα

Ο Μικρούτσικος ήταν μια σπάνια περίπτωση: άνθρωπος που τριγύριζε αναμεσά μας (ωραίος Παναθηναϊκός, αλλά και φανατικός του ελληνικού στίβου!) αλλά και συγχρόνως εστέτ με το δικό του τρόπο. Τρεις φορές παντρεμένος και με τέσσερα παιδιά. Τον γνώριζες και ένοιωθες ότι τον ξέρεις χωρίς κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Μαθηματικός στο μυαλό (αυτό σπούδασε), αλλά και ρομαντικός περιηγητής της Αριστεράς (από το ΕΚΚΕ στο ΚΚΕ και στη διαγραφή του) και Υπουργός κάποτε και υπέροχος συνομιλητής, όπως όλοι οι παράξενα αντιφατικοί άνθρωποι. Στο τέλος απέδειξε ότι ο συνθέτης μπορεί να είναι και μεγάλος μαχητής. «Γεννιόμαστε, εν ολίγοις, για να παλέψουμε στο ρινγκ με έναν τύπο τρία μέτρα ψηλό, γεροδεμένο, φορμαρισμένο, ο οποίος είναι προδιαγεγραμμένο ότι στον πέμπτο γύρο θα μας βγάλει νοκ-άουτ. Τον κερδίζω στα σημεία και με αυτό τον τρόπο τον φρενάρω» είχε πει σε μια συνέντευξή του για το θάνατο και πρόσθετε: «Πριν φύγω θα θελα να μάζευα όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και να τους έλεγα, αλλάζοντας λίγο τον στίχο του Καββαδία: «Τα μάτια μου ζούνε μια θάλασσα. Θυμάσαι;».

Θα σε θυμόμαστε πάντα κύριε Θάνο…